Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χώλασμα
χωλεία
χώλευμα
χωλεύω
χωλιαμβοποιέω
χωλίαμβος
χωλόομαι
χωλοποιός
χωλόπους
χωλός
χωλότης
χώλωμα
χώλωσις
χῶμα
χωματεκβολία
χωματεπείκτης
χωματεπιμελητής
χωματεπιστάτης
χωματεργολάβος
χωματίας
χωματίζω
View word page
χωλότης
lameness

ShortDef

lameness

Debugging

Headword:
χωλότης
Headword (normalized):
χωλότης
Headword (normalized/stripped):
χωλοτης
IDX:
97520
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97521
Key:

Data

{'content': 'lameness'}