Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χώλανσις
χώλασμα
χωλεία
χώλευμα
χωλεύω
χωλιαμβοποιέω
χωλίαμβος
χωλόομαι
χωλοποιός
χωλόπους
χωλός
χωλότης
χώλωμα
χώλωσις
χῶμα
χωματεκβολία
χωματεπείκτης
χωματεπιμελητής
χωματεπιστάτης
χωματεργολάβος
χωματίας
View word page
χωλός
lame
ShortDef
lame
Debugging
Headword:
χωλός
Headword (normalized):
χωλός
Headword (normalized/stripped):
χωλος
IDX:
97519
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97520
Key:
Data
{'content': 'lame'}