Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χυτρώδης
χωλαίνω
χώλανσις
χώλασμα
χωλεία
χώλευμα
χωλεύω
χωλιαμβοποιέω
χωλίαμβος
χωλόομαι
χωλοποιός
χωλόπους
χωλός
χωλότης
χώλωμα
χώλωσις
χῶμα
χωματεκβολία
χωματεπείκτης
χωματεπιμελητής
χωματεπιστάτης
View word page
χωλοποιός
making lame
ShortDef
making lame
Debugging
Headword:
χωλοποιός
Headword (normalized):
χωλοποιός
Headword (normalized/stripped):
χωλοποιος
IDX:
97517
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97518
Key:
Data
{'content': 'making lame'}