Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χυτροφόρος
χυτρώδης
χωλαίνω
χώλανσις
χώλασμα
χωλεία
χώλευμα
χωλεύω
χωλιαμβοποιέω
χωλίαμβος
χωλόομαι
χωλοποιός
χωλόπους
χωλός
χωλότης
χώλωμα
χώλωσις
χῶμα
χωματεκβολία
χωματεπείκτης
χωματεπιμελητής
View word page
χωλόομαι
to become lame
ShortDef
to become lame
Debugging
Headword:
χωλόομαι
Headword (normalized):
χωλόομαι
Headword (normalized/stripped):
χωλοομαι
IDX:
97516
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97517
Key:
Data
{'content': 'to become lame'}