Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χυτροτομέω
χυτροφόρος
χυτρώδης
χωλαίνω
χώλανσις
χώλασμα
χωλεία
χώλευμα
χωλεύω
χωλιαμβοποιέω
χωλίαμβος
χωλόομαι
χωλοποιός
χωλόπους
χωλός
χωλότης
χώλωμα
χώλωσις
χῶμα
χωματεκβολία
χωματεπείκτης
View word page
χωλίαμβος
a lame iambic

ShortDef

a lame iambic

Debugging

Headword:
χωλίαμβος
Headword (normalized):
χωλίαμβος
Headword (normalized/stripped):
χωλιαμβος
IDX:
97515
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97516
Key:

Data

{'content': 'a lame iambic'}