Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χυτροπώλιον
χύτρος
χυτροτομέω
χυτροφόρος
χυτρώδης
χωλαίνω
χώλανσις
χώλασμα
χωλεία
χώλευμα
χωλεύω
χωλιαμβοποιέω
χωλίαμβος
χωλόομαι
χωλοποιός
χωλόπους
χωλός
χωλότης
χώλωμα
χώλωσις
χῶμα
View word page
χωλεύω
to be or become lame

ShortDef

to be or become lame

Debugging

Headword:
χωλεύω
Headword (normalized):
χωλεύω
Headword (normalized/stripped):
χωλευω
IDX:
97513
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97514
Key:

Data

{'content': 'to be or become lame'}