Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χυτροπώλης
χυτροπώλιον
χύτρος
χυτροτομέω
χυτροφόρος
χυτρώδης
χωλαίνω
χώλανσις
χώλασμα
χωλεία
χώλευμα
χωλεύω
χωλιαμβοποιέω
χωλίαμβος
χωλόομαι
χωλοποιός
χωλόπους
χωλός
χωλότης
χώλωμα
χώλωσις
View word page
χώλευμα
a lameness

ShortDef

a lameness

Debugging

Headword:
χώλευμα
Headword (normalized):
χώλευμα
Headword (normalized/stripped):
χωλευμα
IDX:
97512
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97513
Key:

Data

{'content': 'a lameness'}