Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χυτρόπους
χυτροπώλης
χυτροπώλιον
χύτρος
χυτροτομέω
χυτροφόρος
χυτρώδης
χωλαίνω
χώλανσις
χώλασμα
χωλεία
χώλευμα
χωλεύω
χωλιαμβοποιέω
χωλίαμβος
χωλόομαι
χωλοποιός
χωλόπους
χωλός
χωλότης
χώλωμα
View word page
χωλεία
lameness

ShortDef

lameness

Debugging

Headword:
χωλεία
Headword (normalized):
χωλεία
Headword (normalized/stripped):
χωλεια
IDX:
97511
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97512
Key:

Data

{'content': 'lameness'}