Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χυτροπλάθος
χυτρόπους
χυτροπώλης
χυτροπώλιον
χύτρος
χυτροτομέω
χυτροφόρος
χυτρώδης
χωλαίνω
χώλανσις
χώλασμα
χωλεία
χώλευμα
χωλεύω
χωλιαμβοποιέω
χωλίαμβος
χωλόομαι
χωλοποιός
χωλόπους
χωλός
χωλότης
View word page
χώλασμα
lameness
ShortDef
lameness
Debugging
Headword:
χώλασμα
Headword (normalized):
χώλασμα
Headword (normalized/stripped):
χωλασμα
IDX:
97510
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97511
Key:
Data
{'content': 'lameness'}