Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Χύτροι
χυτροπλάθος
χυτρόπους
χυτροπώλης
χυτροπώλιον
χύτρος
χυτροτομέω
χυτροφόρος
χυτρώδης
χωλαίνω
χώλανσις
χώλασμα
χωλεία
χώλευμα
χωλεύω
χωλιαμβοποιέω
χωλίαμβος
χωλόομαι
χωλοποιός
χωλόπους
χωλός
View word page
χώλανσις
lameness
ShortDef
lameness
Debugging
Headword:
χώλανσις
Headword (normalized):
χώλανσις
Headword (normalized/stripped):
χωλανσις
IDX:
97509
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97510
Key:
Data
{'content': 'lameness'}