Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χυτροειδής
Χύτροι
χυτροπλάθος
χυτρόπους
χυτροπώλης
χυτροπώλιον
χύτρος
χυτροτομέω
χυτροφόρος
χυτρώδης
χωλαίνω
χώλανσις
χώλασμα
χωλεία
χώλευμα
χωλεύω
χωλιαμβοποιέω
χωλίαμβος
χωλόομαι
χωλοποιός
χωλόπους
View word page
χωλαίνω
to be or go lame
ShortDef
to be or go lame
Debugging
Headword:
χωλαίνω
Headword (normalized):
χωλαίνω
Headword (normalized/stripped):
χωλαινω
IDX:
97508
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97509
Key:
Data
{'content': 'to be or go lame'}