Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χυτρίς
χυτρισμός
χυτρόγαυλος
χυτροειδής
Χύτροι
χυτροπλάθος
χυτρόπους
χυτροπώλης
χυτροπώλιον
χύτρος
χυτροτομέω
χυτροφόρος
χυτρώδης
χωλαίνω
χώλανσις
χώλασμα
χωλεία
χώλευμα
χωλεύω
χωλιαμβοποιέω
χωλίαμβος
View word page
χυτροτομέω
make a fool of
ShortDef
make a fool of
Debugging
Headword:
χυτροτομέω
Headword (normalized):
χυτροτομέω
Headword (normalized/stripped):
χυτροτομεω
IDX:
97505
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97506
Key:
Data
{'content': 'make a fool of'}