Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χυτλάζω
χύτλον
χυτλόω
χυτός
χύτρα
χύτρειος
χυτρεοῦς
χυτρεύς
χυτρεψός
χυτρίδιον
χυτρίζω
χυτρικός
χυτρίνδα
χυτρῖνος
χύτρινος
χυτρίς
χυτρισμός
χυτρόγαυλος
χυτροειδής
Χύτροι
χυτροπλάθος
View word page
χυτρίζω
put in a pot
ShortDef
put in a pot
Debugging
Headword:
χυτρίζω
Headword (normalized):
χυτρίζω
Headword (normalized/stripped):
χυτριζω
IDX:
97490
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97491
Key:
Data
{'content': 'put in a pot'}