Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χυμόω
χυμώδης
χυρβιάζω
χύσις
χυτήρ
χύτης
χυτικός
χυτλάζω
χύτλον
χυτλόω
χυτός
χύτρα
χύτρειος
χυτρεοῦς
χυτρεύς
χυτρεψός
χυτρίδιον
χυτρίζω
χυτρικός
χυτρίνδα
χυτρῖνος
View word page
χυτός
poured, heaped up; (n.) mound, bank, dyke

ShortDef

poured, heaped up; (n.) mound, bank, dyke

Debugging

Headword:
χυτός
Headword (normalized):
χυτός
Headword (normalized/stripped):
χυτος
IDX:
97483
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97484
Key:

Data

{'content': 'poured, heaped up; (n.) mound, bank, dyke'}