Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χυμός
χυμόω
χυμώδης
χυρβιάζω
χύσις
χυτήρ
χύτης
χυτικός
χυτλάζω
χύτλον
χυτλόω
χυτός
χύτρα
χύτρειος
χυτρεοῦς
χυτρεύς
χυτρεψός
χυτρίδιον
χυτρίζω
χυτρικός
χυτρίνδα
View word page
χυτλόω
to wash
ShortDef
to wash
Debugging
Headword:
χυτλόω
Headword (normalized):
χυτλόω
Headword (normalized/stripped):
χυτλοω
IDX:
97482
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97483
Key:
Data
{'content': 'to wash'}