Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χυμευτικός
χυμίζω
χυμός
χυμόω
χυμώδης
χυρβιάζω
χύσις
χυτήρ
χύτης
χυτικός
χυτλάζω
χύτλον
χυτλόω
χυτός
χύτρα
χύτρειος
χυτρεοῦς
χυτρεύς
χυτρεψός
χυτρίδιον
χυτρίζω
View word page
χυτλάζω
to pour out
ShortDef
to pour out
Debugging
Headword:
χυτλάζω
Headword (normalized):
χυτλάζω
Headword (normalized/stripped):
χυτλαζω
IDX:
97480
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97481
Key:
Data
{'content': 'to pour out'}