Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χυλόω
χύλωσις
χυλωτός
χύμα
χυμάτιον
χυμεία
χύμευσις
χυμευτικός
χυμίζω
χυμός
χυμόω
χυμώδης
χυρβιάζω
χύσις
χυτήρ
χύτης
χυτικός
χυτλάζω
χύτλον
χυτλόω
χυτός
View word page
χυμόω
impart a taste
ShortDef
impart a taste
Debugging
Headword:
χυμόω
Headword (normalized):
χυμόω
Headword (normalized/stripped):
χυμοω
IDX:
97473
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97474
Key:
Data
{'content': 'impart a taste'}