Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χυλοποιέω
χυλός
χυλόω
χύλωσις
χυλωτός
χύμα
χυμάτιον
χυμεία
χύμευσις
χυμευτικός
χυμίζω
χυμός
χυμόω
χυμώδης
χυρβιάζω
χύσις
χυτήρ
χύτης
χυτικός
χυτλάζω
χύτλον
View word page
χυμίζω
make savoury, season

ShortDef

make savoury, season

Debugging

Headword:
χυμίζω
Headword (normalized):
χυμίζω
Headword (normalized/stripped):
χυμιζω
IDX:
97471
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97472
Key:

Data

{'content': 'make savoury, season'}