Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χυλοειδής
χυλοποιέω
χυλός
χυλόω
χύλωσις
χυλωτός
χύμα
χυμάτιον
χυμεία
χύμευσις
χυμευτικός
χυμίζω
χυμός
χυμόω
χυμώδης
χυρβιάζω
χύσις
χυτήρ
χύτης
χυτικός
χυτλάζω
View word page
χυμευτικός
concerning alchemy

ShortDef

concerning alchemy

Debugging

Headword:
χυμευτικός
Headword (normalized):
χυμευτικός
Headword (normalized/stripped):
χυμευτικος
IDX:
97470
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97471
Key:

Data

{'content': 'concerning alchemy'}