Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χυλισμός
χυλιστά
χυλοειδής
χυλοποιέω
χυλός
χυλόω
χύλωσις
χυλωτός
χύμα
χυμάτιον
χυμεία
χύμευσις
χυμευτικός
χυμίζω
χυμός
χυμόω
χυμώδης
χυρβιάζω
χύσις
χυτήρ
χύτης
View word page
χυμεία
art of alloying metals, alchemy
ShortDef
art of alloying metals, alchemy
Debugging
Headword:
χυμεία
Headword (normalized):
χυμεία
Headword (normalized/stripped):
χυμεια
IDX:
97468
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97469
Key:
Data
{'content': 'art of alloying metals, alchemy'}