Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χύλισμα
χυλισμός
χυλιστά
χυλοειδής
χυλοποιέω
χυλός
χυλόω
χύλωσις
χυλωτός
χύμα
χυμάτιον
χυμεία
χύμευσις
χυμευτικός
χυμίζω
χυμός
χυμόω
χυμώδης
χυρβιάζω
χύσις
χυτήρ
View word page
χυμάτιον
2
ShortDef
2
Debugging
Headword:
χυμάτιον
Headword (normalized):
χυμάτιον
Headword (normalized/stripped):
χυματιον
IDX:
97467
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97468
Key:
Data
{'content': '2'}