Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χυλάριον
χυλίζω
χύλισμα
χυλισμός
χυλιστά
χυλοειδής
χυλοποιέω
χυλός
χυλόω
χύλωσις
χυλωτός
χύμα
χυμάτιον
χυμεία
χύμευσις
χυμευτικός
χυμίζω
χυμός
χυμόω
χυμώδης
χυρβιάζω
View word page
χυλωτός
converted into a 'humour'
ShortDef
converted into a 'humour'
Debugging
Headword:
χυλωτός
Headword (normalized):
χυλωτός
Headword (normalized/stripped):
χυλωτος
IDX:
97465
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97466
Key:
Data
{'content': "converted into a 'humour'"}