Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χυδαιότης
χυδαιόω
χυδαϊστί
χύδην
χυλάριον
χυλίζω
χύλισμα
χυλισμός
χυλιστά
χυλοειδής
χυλοποιέω
χυλός
χυλόω
χύλωσις
χυλωτός
χύμα
χυμάτιον
χυμεία
χύμευσις
χυμευτικός
χυμίζω
View word page
χυλοποιέω
make into
ShortDef
make into
Debugging
Headword:
χυλοποιέω
Headword (normalized):
χυλοποιέω
Headword (normalized/stripped):
χυλοποιεω
IDX:
97461
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97462
Key:
Data
{'content': 'make into'}