Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χρώς
χρῶσις
χρωστήρ
χρωτίζω
χυδαΐζομαι
χυδαιολογία
χυδαῖος
χυδαιότης
χυδαιόω
χυδαϊστί
χύδην
χυλάριον
χυλίζω
χύλισμα
χυλισμός
χυλιστά
χυλοειδής
χυλοποιέω
χυλός
χυλόω
χύλωσις
View word page
χύδην
in floods
ShortDef
in floods
Debugging
Headword:
χύδην
Headword (normalized):
χύδην
Headword (normalized/stripped):
χυδην
IDX:
97454
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97455
Key:
Data
{'content': 'in floods'}