Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χρώννυμι
χρώς
χρῶσις
χρωστήρ
χρωτίζω
χυδαΐζομαι
χυδαιολογία
χυδαῖος
χυδαιότης
χυδαιόω
χυδαϊστί
χύδην
χυλάριον
χυλίζω
χύλισμα
χυλισμός
χυλιστά
χυλοειδής
χυλοποιέω
χυλός
χυλόω
View word page
χυδαϊστί
in common speech

ShortDef

in common speech

Debugging

Headword:
χυδαϊστί
Headword (normalized):
χυδαϊστί
Headword (normalized/stripped):
χυδαιστι
IDX:
97453
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97454
Key:

Data

{'content': 'in common speech'}