Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χρωμοκρασία
χρώννυμι
χρώς
χρῶσις
χρωστήρ
χρωτίζω
χυδαΐζομαι
χυδαιολογία
χυδαῖος
χυδαιότης
χυδαιόω
χυδαϊστί
χύδην
χυλάριον
χυλίζω
χύλισμα
χυλισμός
χυλιστά
χυλοειδής
χυλοποιέω
χυλός
View word page
χυδαιόω
make vulgar, debase

ShortDef

make vulgar, debase

Debugging

Headword:
χυδαιόω
Headword (normalized):
χυδαιόω
Headword (normalized/stripped):
χυδαιοω
IDX:
97452
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97453
Key:

Data

{'content': 'make vulgar, debase'}