Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χρωματουργός
χρωμοκρασία
χρώννυμι
χρώς
χρῶσις
χρωστήρ
χρωτίζω
χυδαΐζομαι
χυδαιολογία
χυδαῖος
χυδαιότης
χυδαιόω
χυδαϊστί
χύδην
χυλάριον
χυλίζω
χύλισμα
χυλισμός
χυλιστά
χυλοειδής
χυλοποιέω
View word page
χυδαιότης
vulgarity
ShortDef
vulgarity
Debugging
Headword:
χυδαιότης
Headword (normalized):
χυδαιότης
Headword (normalized/stripped):
χυδαιοτης
IDX:
97451
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97452
Key:
Data
{'content': 'vulgarity'}