Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χρωματουργία
χρωματουργός
χρωμοκρασία
χρώννυμι
χρώς
χρῶσις
χρωστήρ
χρωτίζω
χυδαΐζομαι
χυδαιολογία
χυδαῖος
χυδαιότης
χυδαιόω
χυδαϊστί
χύδην
χυλάριον
χυλίζω
χύλισμα
χυλισμός
χυλιστά
χυλοειδής
View word page
χυδαῖος
poured out in streams, abundant

ShortDef

poured out in streams, abundant

Debugging

Headword:
χυδαῖος
Headword (normalized):
χυδαῖος
Headword (normalized/stripped):
χυδαιος
IDX:
97450
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97451
Key:

Data

{'content': 'poured out in streams, abundant'}