Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χρωματοπώλης
χρωματουργία
χρωματουργός
χρωμοκρασία
χρώννυμι
χρώς
χρῶσις
χρωστήρ
χρωτίζω
χυδαΐζομαι
χυδαιολογία
χυδαῖος
χυδαιότης
χυδαιόω
χυδαϊστί
χύδην
χυλάριον
χυλίζω
χύλισμα
χυλισμός
χυλιστά
View word page
χυδαιολογία
vulgar language, coarseness
ShortDef
vulgar language, coarseness
Debugging
Headword:
χυδαιολογία
Headword (normalized):
χυδαιολογία
Headword (normalized/stripped):
χυδαιολογια
IDX:
97449
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97450
Key:
Data
{'content': 'vulgar language, coarseness'}