Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χρωματοποιία
χρωματοπώλης
χρωματουργία
χρωματουργός
χρωμοκρασία
χρώννυμι
χρώς
χρῶσις
χρωστήρ
χρωτίζω
χυδαΐζομαι
χυδαιολογία
χυδαῖος
χυδαιότης
χυδαιόω
χυδαϊστί
χύδην
χυλάριον
χυλίζω
χύλισμα
χυλισμός
View word page
χυδαΐζομαι
to be used in vulgar language
ShortDef
to be used in vulgar language
Debugging
Headword:
χυδαΐζομαι
Headword (normalized):
χυδαΐζομαι
Headword (normalized/stripped):
χυδαιζομαι
IDX:
97448
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97449
Key:
Data
{'content': 'to be used in vulgar language'}