Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χρωματισμός
χρωματοποιία
χρωματοπώλης
χρωματουργία
χρωματουργός
χρωμοκρασία
χρώννυμι
χρώς
χρῶσις
χρωστήρ
χρωτίζω
χυδαΐζομαι
χυδαιολογία
χυδαῖος
χυδαιότης
χυδαιόω
χυδαϊστί
χύδην
χυλάριον
χυλίζω
χύλισμα
View word page
χρωτίζω
to colour
ShortDef
to colour
Debugging
Headword:
χρωτίζω
Headword (normalized):
χρωτίζω
Headword (normalized/stripped):
χρωτιζω
IDX:
97447
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97448
Key:
Data
{'content': 'to colour'}