Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χρωματίζω
χρωματικός
χρωμάτινος
χρωμάτιον
χρωματισμός
χρωματοποιία
χρωματοπώλης
χρωματουργία
χρωματουργός
χρωμοκρασία
χρώννυμι
χρώς
χρῶσις
χρωστήρ
χρωτίζω
χυδαΐζομαι
χυδαιολογία
χυδαῖος
χυδαιότης
χυδαιόω
χυδαϊστί
View word page
χρώννυμι
apply

ShortDef

apply

Debugging

Headword:
χρώννυμι
Headword (normalized):
χρώννυμι
Headword (normalized/stripped):
χρωννυμι
IDX:
97443
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97444
Key:

Data

{'content': 'apply'}