Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χρῶμα
χρωματίζω
χρωματικός
χρωμάτινος
χρωμάτιον
χρωματισμός
χρωματοποιία
χρωματοπώλης
χρωματουργία
χρωματουργός
χρωμοκρασία
χρώννυμι
χρώς
χρῶσις
χρωστήρ
χρωτίζω
χυδαΐζομαι
χυδαιολογία
χυδαῖος
χυδαιότης
χυδαιόω
View word page
χρωμοκρασία
mixture of colours, changing of complexion
ShortDef
mixture of colours, changing of complexion
Debugging
Headword:
χρωμοκρασία
Headword (normalized):
χρωμοκρασία
Headword (normalized/stripped):
χρωμοκρασια
IDX:
97442
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97443
Key:
Data
{'content': 'mixture of colours, changing of complexion'}