Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χρύσωσις
χρυσωτής
χρυσωτός
χρυσώτρια
χρυσώψ
χρῴζω
χρῶμα
χρωματίζω
χρωματικός
χρωμάτινος
χρωμάτιον
χρωματισμός
χρωματοποιία
χρωματοπώλης
χρωματουργία
χρωματουργός
χρωμοκρασία
χρώννυμι
χρώς
χρῶσις
χρωστήρ
View word page
χρωμάτιον
a colour, paint
ShortDef
a colour, paint
Debugging
Headword:
χρωμάτιον
Headword (normalized):
χρωμάτιον
Headword (normalized/stripped):
χρωματιον
IDX:
97436
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97437
Key:
Data
{'content': 'a colour, paint'}