Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χρυσωρύχος
χρύσωσις
χρυσωτής
χρυσωτός
χρυσώτρια
χρυσώψ
χρῴζω
χρῶμα
χρωματίζω
χρωματικός
χρωμάτινος
χρωμάτιον
χρωματισμός
χρωματοποιία
χρωματοπώλης
χρωματουργία
χρωματουργός
χρωμοκρασία
χρώννυμι
χρώς
χρῶσις
View word page
χρωμάτινος
coloured
ShortDef
coloured
Debugging
Headword:
χρωμάτινος
Headword (normalized):
χρωμάτινος
Headword (normalized/stripped):
χρωματινος
IDX:
97435
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97436
Key:
Data
{'content': 'coloured'}