Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χρυσωρυχίτης
χρυσωρύχος
χρύσωσις
χρυσωτής
χρυσωτός
χρυσώτρια
χρυσώψ
χρῴζω
χρῶμα
χρωματίζω
χρωματικός
χρωμάτινος
χρωμάτιον
χρωματισμός
χρωματοποιία
χρωματοπώλης
χρωματουργία
χρωματουργός
χρωμοκρασία
χρώννυμι
χρώς
View word page
χρωματικός
of, relating to colour

ShortDef

of, relating to colour

Debugging

Headword:
χρωματικός
Headword (normalized):
χρωματικός
Headword (normalized/stripped):
χρωματικος
IDX:
97434
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97435
Key:

Data

{'content': 'of, relating to colour'}