Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χρυσωρυχεῖον
χρυσωρυχέω
χρυσωρυχίτης
χρυσωρύχος
χρύσωσις
χρυσωτής
χρυσωτός
χρυσώτρια
χρυσώψ
χρῴζω
χρῶμα
χρωματίζω
χρωματικός
χρωμάτινος
χρωμάτιον
χρωματισμός
χρωματοποιία
χρωματοπώλης
χρωματουργία
χρωματουργός
χρωμοκρασία
View word page
χρῶμα
the surface, skin: the colour of the skin, the complexion

ShortDef

the surface, skin: the colour of the skin, the complexion

Debugging

Headword:
χρῶμα
Headword (normalized):
χρῶμα
Headword (normalized/stripped):
χρωμα
IDX:
97432
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97433
Key:

Data

{'content': 'the surface, skin: the colour of the skin, the complexion'}