Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χρυσώρυφος
χρυσωρυχεῖον
χρυσωρυχέω
χρυσωρυχίτης
χρυσωρύχος
χρύσωσις
χρυσωτής
χρυσωτός
χρυσώτρια
χρυσώψ
χρῴζω
χρῶμα
χρωματίζω
χρωματικός
χρωμάτινος
χρωμάτιον
χρωματισμός
χρωματοποιία
χρωματοπώλης
χρωματουργία
χρωματουργός
View word page
χρῴζω
touch the surface of a body
ShortDef
touch the surface of a body
Debugging
Headword:
χρῴζω
Headword (normalized):
χρῴζω
Headword (normalized/stripped):
χρωζω
IDX:
97431
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97432
Key:
Data
{'content': 'touch the surface of a body'}