Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χρυσωπός
χρυσώρυφος
χρυσωρυχεῖον
χρυσωρυχέω
χρυσωρυχίτης
χρυσωρύχος
χρύσωσις
χρυσωτής
χρυσωτός
χρυσώτρια
χρυσώψ
χρῴζω
χρῶμα
χρωματίζω
χρωματικός
χρωμάτινος
χρωμάτιον
χρωματισμός
χρωματοποιία
χρωματοπώλης
χρωματουργία
View word page
χρυσώψ
gold-coloured
ShortDef
gold-coloured
Debugging
Headword:
χρυσώψ
Headword (normalized):
χρυσώψ
Headword (normalized/stripped):
χρυσωψ
IDX:
97430
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97431
Key:
Data
{'content': 'gold-coloured'}