Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χρυσῶπις
χρυσωπός
χρυσώρυφος
χρυσωρυχεῖον
χρυσωρυχέω
χρυσωρυχίτης
χρυσωρύχος
χρύσωσις
χρυσωτής
χρυσωτός
χρυσώτρια
χρυσώψ
χρῴζω
χρῶμα
χρωματίζω
χρωματικός
χρωμάτινος
χρωμάτιον
χρωματισμός
χρωματοποιία
χρωματοπώλης
View word page
χρυσώτρια
female gilder
ShortDef
female gilder
Debugging
Headword:
χρυσώτρια
Headword (normalized):
χρυσώτρια
Headword (normalized/stripped):
χρυσωτρια
IDX:
97429
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97430
Key:
Data
{'content': 'female gilder'}