Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χρυσώνητος
χρυσῶπις
χρυσωπός
χρυσώρυφος
χρυσωρυχεῖον
χρυσωρυχέω
χρυσωρυχίτης
χρυσωρύχος
χρύσωσις
χρυσωτής
χρυσωτός
χρυσώτρια
χρυσώψ
χρῴζω
χρῶμα
χρωματίζω
χρωματικός
χρωμάτινος
χρωμάτιον
χρωματισμός
χρωματοποιία
View word page
χρυσωτός
gilt

ShortDef

gilt

Debugging

Headword:
χρυσωτός
Headword (normalized):
χρυσωτός
Headword (normalized/stripped):
χρυσωτος
IDX:
97428
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97429
Key:

Data

{'content': 'gilt'}