Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χρυσωνέω
χρυσώνης
χρυσώνητος
χρυσῶπις
χρυσωπός
χρυσώρυφος
χρυσωρυχεῖον
χρυσωρυχέω
χρυσωρυχίτης
χρυσωρύχος
χρύσωσις
χρυσωτής
χρυσωτός
χρυσώτρια
χρυσώψ
χρῴζω
χρῶμα
χρωματίζω
χρωματικός
χρωμάτινος
χρωμάτιον
View word page
χρύσωσις
a gilding

ShortDef

a gilding

Debugging

Headword:
χρύσωσις
Headword (normalized):
χρύσωσις
Headword (normalized/stripped):
χρυσωσις
IDX:
97426
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97427
Key:

Data

{'content': 'a gilding'}