Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χρυσωματοθήκη
χρυσών
χρυσωνέω
χρυσώνης
χρυσώνητος
χρυσῶπις
χρυσωπός
χρυσώρυφος
χρυσωρυχεῖον
χρυσωρυχέω
χρυσωρυχίτης
χρυσωρύχος
χρύσωσις
χρυσωτής
χρυσωτός
χρυσώτρια
χρυσώψ
χρῴζω
χρῶμα
χρωματίζω
χρωματικός
View word page
χρυσωρυχίτης
gold-extractor, alchemist

ShortDef

gold-extractor, alchemist

Debugging

Headword:
χρυσωρυχίτης
Headword (normalized):
χρυσωρυχίτης
Headword (normalized/stripped):
χρυσωρυχιτης
IDX:
97424
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97425
Key:

Data

{'content': 'gold-extractor, alchemist'}