Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀοιδιάω
ἀοιδικός
ἀοίδιμος
ἀοιδοθέτης
ἀοιδοκῆρυξ
ἀοιδομάχος
ἀοιδοπόλος
ἀοιδός
ἀοιδοτόκος
ἀοίκητος
ἄοικος
ἀοινέω
ἀοινία
ἄοινος
ἀοκνία
ἄοκνος
ἀολλήδην
ἀολλής
ἀολλίζω
Ἀονία
Ἀόνιος
View word page
ἄοικος
houseless, homeless
ShortDef
houseless, homeless
Debugging
Headword:
ἄοικος
Headword (normalized):
ἄοικος
Headword (normalized/stripped):
αοικος
IDX:
9739
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9740
Key:
Data
{'content': 'houseless, homeless'}