Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χρυσουργέω
χρυσουργός
χρυσοϋφής
χρυσοφαής
χρυσοφάλαρος
χρυσοφανής
χρυσόφαντος
χρυσοφάσγανος
χρυσοφεγγής
χρυσόφιλος
χρυσοφορέω
χρυσοφορητός
χρυσοφορία
χρυσοφόρος
χρύσοφρυς
χρυσοφύλαξ
χρυσοχαῖτα
χρυσοχαίτης
χρυσοχάλινος
χρυσόχαλκος
χρυσόχειρ
View word page
χρυσοφορέω
to wear golden ornaments

ShortDef

to wear golden ornaments

Debugging

Headword:
χρυσοφορέω
Headword (normalized):
χρυσοφορέω
Headword (normalized/stripped):
χρυσοφορεω
IDX:
97391
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97392
Key:

Data

{'content': 'to wear golden ornaments'}