Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χρυσουργεῖον
χρυσουργέω
χρυσουργός
χρυσοϋφής
χρυσοφαής
χρυσοφάλαρος
χρυσοφανής
χρυσόφαντος
χρυσοφάσγανος
χρυσοφεγγής
χρυσόφιλος
χρυσοφορέω
χρυσοφορητός
χρυσοφορία
χρυσοφόρος
χρύσοφρυς
χρυσοφύλαξ
χρυσοχαῖτα
χρυσοχαίτης
χρυσοχάλινος
χρυσόχαλκος
View word page
χρυσόφιλος
gold-loving

ShortDef

gold-loving

Debugging

Headword:
χρυσόφιλος
Headword (normalized):
χρυσόφιλος
Headword (normalized/stripped):
χρυσοφιλος
IDX:
97390
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97391
Key:

Data

{'content': 'gold-loving'}