Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χρυσοκίθαρις
χρυσοκίτρινος
χρυσόκλυστος
χρυσόκμητος
χρυσοκογχύλιον
χρυσόκοκκος
χρυσοκόλλα
χρυσοκόλλητος
χρυσόκολλος
χρυσοκόμας
χρυσοκομέω
χρυσοκόμη
χρυσοκόμης
χρυσόκομος
χρυσοκόραλλος
χρυσοκόρυμβος
χρυσοκοσμήτης
χρυσοκρόταλος
χρυσολαβής
χρυσολαμπίς
χρυσόλιθος
View word page
χρυσοκομέω
have golden hair

ShortDef

have golden hair

Debugging

Headword:
χρυσοκομέω
Headword (normalized):
χρυσοκομέω
Headword (normalized/stripped):
χρυσοκομεω
IDX:
97287
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97288
Key:

Data

{'content': 'have golden hair'}