Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χρυσόκερως
χρυσοκέφαλος
χρυσοκίθαρις
χρυσοκίτρινος
χρυσόκλυστος
χρυσόκμητος
χρυσοκογχύλιον
χρυσόκοκκος
χρυσοκόλλα
χρυσοκόλλητος
χρυσόκολλος
χρυσοκόμας
χρυσοκομέω
χρυσοκόμη
χρυσοκόμης
χρυσόκομος
χρυσοκόραλλος
χρυσοκόρυμβος
χρυσοκοσμήτης
χρυσοκρόταλος
χρυσολαβής
View word page
χρυσόκολλος
soldered
ShortDef
soldered
Debugging
Headword:
χρυσόκολλος
Headword (normalized):
χρυσόκολλος
Headword (normalized/stripped):
χρυσοκολλος
IDX:
97285
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97286
Key:
Data
{'content': 'soldered'}