Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χρυσοκέλευθος
χρυσόκερως
χρυσοκέφαλος
χρυσοκίθαρις
χρυσοκίτρινος
χρυσόκλυστος
χρυσόκμητος
χρυσοκογχύλιον
χρυσόκοκκος
χρυσοκόλλα
χρυσοκόλλητος
χρυσόκολλος
χρυσοκόμας
χρυσοκομέω
χρυσοκόμη
χρυσοκόμης
χρυσόκομος
χρυσοκόραλλος
χρυσοκόρυμβος
χρυσοκοσμήτης
χρυσοκρόταλος
View word page
χρυσοκόλλητος
soldered

ShortDef

soldered

Debugging

Headword:
χρυσοκόλλητος
Headword (normalized):
χρυσοκόλλητος
Headword (normalized/stripped):
χρυσοκολλητος
IDX:
97284
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97285
Key:

Data

{'content': 'soldered'}