Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χρυσοκάρηνος
χρυσόκαρπος
χρυσοκέλευθος
χρυσόκερως
χρυσοκέφαλος
χρυσοκίθαρις
χρυσοκίτρινος
χρυσόκλυστος
χρυσόκμητος
χρυσοκογχύλιον
χρυσόκοκκος
χρυσοκόλλα
χρυσοκόλλητος
χρυσόκολλος
χρυσοκόμας
χρυσοκομέω
χρυσοκόμη
χρυσοκόμης
χρυσόκομος
χρυσοκόραλλος
χρυσοκόρυμβος
View word page
χρυσόκοκκος
with golden seeds

ShortDef

with golden seeds

Debugging

Headword:
χρυσόκοκκος
Headword (normalized):
χρυσόκοκκος
Headword (normalized/stripped):
χρυσοκοκκος
IDX:
97282
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97283
Key:

Data

{'content': 'with golden seeds'}